μουγγαμάρα

μουγγαμάρα
η
1) немота;

παθαίνω μουγγαμάρα — потерять дар речи, онеметь; — проглотить язык (разе.);

2) полное молчание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μουγγαμάρα" в других словарях:

  • μουγγαμάρα — η 1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα και η κατάσταση τού μουγγού, το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει, βουβαμάρα 2. μτφ. παρατεταμένη και αμήχανη σιωπή («τί μουγγαμάρα είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. αμάρα (πρβλ. βουβ… …   Dictionary of Greek

  • -αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… …   Dictionary of Greek

  • μούγγα — η μουγγαμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. α, κατά το σχήμα λεπρός λέπρα, πικρός πίκρα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»